- καταπαγκρατιάζω
- καταπαγκρατιάζω (Α)1. νικώ κάποιον στο αγώνισμα παγκράτιον2. νικώ κάποιον στην πάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + παγκρατιάζω «αγωνίζομαι το παγκράτιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπαγκρατιαζόντων — καταπαγκρατιάζω conquer in the pres part act masc/neut gen pl καταπαγκρατιάζω conquer in the pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαγκρατιαζέτω — καταπαγκρατιάζω conquer in the pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)